- αὐλοῦντα
- αὐλέωplay on the flutepres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)αὐλέωplay on the flutepres part act masc acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιπλήττω — (Α ἐπιπλήσσω και αττ. τ. ἐπιπλήττω) [πλήσσω] ελέγχω, επιτιμώ, μαλώνω κάποιον («καὶ ἐπέπληττε τὸν μὴ καλῶς αὐλοῡντα», Πλάτ.) αρχ. 1. χτυπώ, καταφέρω χτυπήματα («τόξῳ ἐπιπλήσσων», Ομ. Ιλ.) 2. (αμτβ.) επιτίθεμαι 3. φρ. «ἐπιπλήσσω τινί τι» κατακρίνω… … Dictionary of Greek